- λύχνω
- λύχνονneut nom/voc/acc dualλύχνονneut gen sg (doric aeolic)λύχνοςsnomasc nom/voc/acc dualλύχνοςsnomasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύχνῳ — λύχνον neut dat sg λύχνος sno masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντη — πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ νεοελλ. ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη,… … Dictionary of Greek
προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… … Dictionary of Greek